εὐγάλακτον

εὐγάλακτον
εὐγάλακτος
yielding much
masc/fem acc sg
εὐγάλακτος
yielding much
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευγάλακτος — εὐγάλακτος, ον (Α) 1. αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας γάλα (α. «εὐγάλακτος αἴξ» β. εὐγάλακτος τροφός») 2. (για ζωοτροφή) κατάλληλος για την παραγωγή γάλακτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγάλακτον ονομασία τού φυτού γλαύξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”